Εκεί στο νότο



Εκεί στο νότο...
Οι εμπειρίες ενός χρόνου μου φαίνονται δύσκολα προσπεράσιμες, ακατόρθωτα παραβλέψιμες. Και όμως, ο χρόνος κύλησε γρήγορα. Κράτησα την αναπνοή μου για λίγα δευτερόλεπτα ώστε να μείνει αναμμένο το κερί. Εκπνοή, καθώς ο αέρας δεν μπορεί να παραμείνει περισσότερο στα πνευμόνια μου, και σαν ψυχή που φεύγει απ το σώμα, το κερί έσβησε.
Μέσα σε’ να χρόνο πόσα συναισθήματα, καταστάσεις, στιγμές, άνθρωποι έμειναν απερίγραπτα. Έλλειψη όρεξης, ίσως. Όταν είσαι υπερβολικά απασχολημένος με το να ζεις, οι λέξεις μοιάζουν ανούσιες, φύλλα στον αέρα. Έχω παρατηρήσει πως η συγγραφή ξεκινά όταν διαβαίνω μία υπερβολικά ήρεμη περίοδο...ή όταν κλείνομαι στο σπίτι με τα πουπουλένια μαξιλάρια πιεσμένα στο πρόσωπο για να σβήνουν οι κραυγές. Σίγουρα, όμως, λείπουν πολλά κεφάλαια από το φετινό τόμο. Θα τα συμπληρώσω σιγά σιγά, ίσως...

Εκεί στα φώτα...
Καλοπέραση και διακοπές επικρατούν στο νότο. Χρωματιστές λάμπες, αδύναμα, γνώριμα, περίεργα, αδιάφορα, χαμογελαστά πρόσωπα, θεσπέσια εδέσματα, ατμοσφαιρική μουσική, οίνος και καπνός. Επίγειος παράδεισος τα χαρμόσυνα νιάτα. Το γέλιο δε σταματά ποτέ στα φώτα, μόνο η μουσική τρεμοσβήνει και δημιουργεί άλλοτε όνειρα και άλλοτε εφιάλτες. Ας λιγόστευε το κέφι να καταλαβαίναμε το χρόνο που κυλά με εκφοβιστικά γοργούς ρυθμούς. Λίγο το κρασί, λίγο η θάλασσα και ο ήλιος μας έκλεψε τη λογική. Πλέον, μέθυσα στο κύμα και το αύριο μοιάζει καινούριο, κοντινό.

Ποια πόλη;
Στο νότο μου κλήρωσε ο έρωτας το λόττο. Αν και η κυνική μου συνείδηση δε μου επιτρέπει να το αποκαλέσω έτσι, τ’ αφήνω χάρη του λυρισμού και της ποιητικότητας. Η αλλαγή παραστάσεων είναι εύκολη υπόθεση εδώ στο νότο. Η θάλασσα σε ταξιδεύει παντού, σε μέρη ακόμη που δε θα ήθελες να αρμενίσεις. Γνωρίζεις γλάρους, ψάρια, κυνηγούς, δελφίνια. Παρουσίες τρέχουν δίπλα σου, η μία δίνει τη θέση της στην επόμενη, και πλέεις δίπλα στα δελφίνια. Μα κάποια στιγμή, θαρρείς από αστείο, ξεχωρίζεις ένα γαλάζιο δελφινάκι που δε σε προσπερνά. Το εξημερώνεις, το κάνεις δικό σου, μαθαίνεις ν’ αγαπάς τα σπινθηροβόλα μάτια και τον κελαρυστό ήχο του γέλιου του. Και όταν ποια έχεις συνηθίσει την ευχάριστη παρουσία του, χάνετε απροειδοποίητα στο κύμα.

Σωπαίνεις.
Ξυπνάω από έναν λήθαργο χρόνων. Η πρόοδος ήταν μηδαμινή, κίβδηλη. Ο χρόνος μόνο γιατρεύει τις πληγές, δεν αλλάζει το δέρμα. Πάλι εγκλωβίζομαι στο θυμό του εαυτού μου, κυρίαρχο συναίσθημα. Έπειτα από πολλά χρόνια, γυάλινες δροσοσταλίδες αναλαμβάνουν και πάλι τη διακόσμηση του προσώπου μου. Μόνο οι μισές είναι καινούριες, οι περισσότερες ήταν απλά καταχωνιασμένες βαθιά μες την ψυχή μου, κλειδαμπαρωμένες, φυλακισμένες. Κι όμως, βρήκαν το δρόμο μέσα στα μάτια και αλλάζουν συνεχώς την έκφρασή μου. Δε μου αρέσω, χάνεται η ομορφιά μου. Η τελειομανία θα είναι η καταστροφή μου. Καμιά φορά, όμως, πρέπει να κάνεις το λάθος πράγμα, τη λάθος επιλογή. Όχι για να μάθεις απ αυτήν, απλά για να την κάνεις. Αυτό είναι που μας χαρίζει την ανθρωπιά. Μα χρώμα δεν αλλάζουνε τα ματιά και, αν πλέον τα δικά μου κοιτούν παγωμένα, αδιάφορα, ψυχρά, το ζεστό και φιλικό γλυκό σοκολατί χρώμα τους δε θα καταφέρω ποτέ να το αλλάξω. Όσο κι αν θέλω, όσο κι αν προσπαθώ, όσο κι αν με βάζει σε μπελάδες.

Ταξιδεύω για χρόνια σαν άδειο κάθισμα. Με βολεύει η θέση μου. Μπορεί να είναι σκληρή και μοναχική, αλλά μου προσφέρει ασφάλεια και θέα απ το γυάλινο τζάμι καθώς αλλάζω σταθμούς με το τραίνο. Άγνωστοι συνεπιβάτες, μα εγώ επιλέγω να χαρίσω το αστραφτερό χαμόγελό μου σε έναν που βρίσκεται να με παρατηρεί λαίμαργα με το ανεπιθύμητο χρώμα των ματιών του. Γιατί προσπαθώ να αναβαθμιστώ στην πρώτη θέση δεν το καταλαβαίνω. Καταντώ να κατεβαίνω σε άγνωστο σταθμό. Ξυπνώ, έχει φύγει το τραίνο και ίσως χάνω κι εσένα.  Το εισιτήριό μου χαμένο. Ας ταξιδέψει σε μένα η σκέψη σου, έστω στα κρυφά, και κανείς δε θα μάθει τι είναι αυτό που πάντοτε μας φέρνει κοντά.
Μάτια που δε βλέπονται, εύκολα τα ξεχνάς. Απλά γεμίζω θλίψη, γιατί το χωρίς ταυτοπρόσωπη κτήση γαλάζιο δελφίνι, ο αχόρταγος συνεπιβάτης με προσπέρασαν χωρίς να μου δώσουν ιδιαίτερη προσοχή. Δεν αντιλήφθηκαν τον ανεκτίμητο θησαυρό των ματιών μου, την ξεχωριστή, μοναδική και μαγική ψυχή μου. Ίσως, όμως, δεν έφταιγαν αυτοί. Ίσως το πρόβλημα είμαι εγώ. Ίσως δεν έπρεπε εγώ να τους ανακαλύψω. Ίσως είμαι εγώ που χρειάζομαι εξημέρωση, που χρειάζομαι ανακάλυψη και ιδιαίτερη εκτίμηση του διαμαντιού που φορώ. Ίσως είμαι εγώ το δελφίνι, το τραίνο που ταξιδεύει ονειροπολώντας χωρίς φόβο και απλά περιμένω κάποιον εξίσου ονειροπόλο και γενναίο να ταξιδέψει μαζί μου.
Τα μάτια χρώμα δεν αλλάζουν, γι αυτό όσο κι αν θέλησα να χαθώ στην άβυσσο της αποψινής θλίψης, η αισιοδοξία και η αγάπη θα αστράφτουν πάντα μέσα μου.
Ποια θάλασσα, άραγε, να σε ταξιδεύει τώρα...


 


Recent Posts